- ενθερμαίνω
- (Α ἐνθερμαίνω)1. θερμαίνω υπερβολικά2. μτφ. εμπνέω πόθο σε κάποιον («εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντεθέρμανται — ἐνθερμαίνω heat perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ἐνθερμαίνω heat perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθερμανθέντες — ἐνθερμαίνω heat aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθερμανθέντος — ἐνθερμαίνω heat aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek